- ονειροκρισία
- η (Α ὀνειροκρισία και ὀνειροκριτία) [ονειροκρίτης]ερμηνεία, εξήγηση ονείρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνειροκρισία — ὀνειροκρισίᾱ , ὀνειροκρισία interpretation of dreams fem nom/voc/acc dual ὀνειροκρισίᾱ , ὀνειροκρισία interpretation of dreams fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειροκρισίᾳ — ὀνειροκρισίᾱͅ , ὀνειροκρισία interpretation of dreams fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek
ονειροκριτικός — ή, ό (ΑΜ ὀνειροκριτικός, ή, όν) [ονειροκρίτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην ονειροκρισία 2. αυτός που είναι ικανός στην ερμηνεία τών ονείρων («ἐκ πινακίου τινὸς ὀνειροκριτικού», Πλούτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνειροκριτική η τέχνη τής πρόγνωσης τού … Dictionary of Greek